- ώδε
- (I)ὦδε, Α(δ. γρφ.) βλ. ώδε.————————(II)ὧδε, ΝΜΑ, και δ. γρφ. ὦδε και δωρ. τ. ὧ και αττ. επιτεταμμένος τ. ὡδί Α(στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) (ως τροπ. επίρρ.) με αυτόν τον τρόπο, ως εξής, έτσιαρχ.1. (ως τοπ. επίρρ.) εδώ («ὧδε κἀκεῑ μετοικιζόμενος», Πλούτ.)2. (για κατάσταση) ως έχει, καθώς είναι («Ἥφαιστε, πρόμολ' ὧδεΘέτις νύ τι σεῑο χατίζει», Ομ. Ιλ.)3. (με ερωτημ. σημ.) τόσο πολύ, τόσο υπερβολικά4. (σχετικά με κάτι που προηγήθηκε) α) όπως βλέπουμε ή όπως ακούσαμε ή όπως γνωρίζουμεβ) ούτως εχόντων τών πραγμάτων («Λύκιοι, τί τ' ἄρ' ὧδε μεθίετε Θούριδος ἀλκῆς;», Ομ. Ιλ.)5. συχνά προαναγγέλλει κάτι που ακολουθεί και ιδίως τους λόγους κάποιου άλλου («ὧδ' ἠμείψατο», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το δεικτικό επίρρ. ὥς (Ι) χωρίς το -ς, με επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. ἐνθέν-δε, πέραν-δε), ενώ ο αττ. τ. με την κατάλ. -δί (πρβλ. ἐνθα-δί, τοσοσ-δί). Ο τ. ὧδε μαρτυρείται, πιθ., και στη Μυκηναϊκή, στον τ. odeqaa2].
Dictionary of Greek. 2013.